ζαχαροποιία

ζαχαροποιία
η
παρασκευή ζάχαρης: Εργοστάσιο ζαχαροποιίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροποιία — η βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιία — η, Ν η ζαχαροποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Β. Π. Καλογερόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”